ἀπόστολοι

ἀπόστολοι
ἀπόστολος
messenger
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Απόστολοι — I Στη χριστιανική εκκλησία είναι οι δώδεκα μαθητές του Ιησού Xpιστού, τους οποίους διάλεξε προσωπικά ο ίδιος και στους οποίους έδωσε το τιμητικό όνομα του Αποστόλου (Λουκ. στ’ 12 31). Αρχικά Α. ονομάζονταν οι δώδεκα μαθητές του Κυρίου, ο αριθμός… …   Dictionary of Greek

  • Άγιοι Απόστολοι — Sp Ãgii Apòstolai Ap Άγιοι Απόστολοι/Agioi Apostoloi L C Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Άγιοι Απόστολοι — I Ονομασία έντεκα οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 310 μ., 59 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσολογγίου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μακρυνείας. 2. Παράλια κωμόπολη (υψόμ. 5 μ., 3.501 κάτ.) του νομού Αττικής και… …   Dictionary of Greek

  • Άνω Απόστολοι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 170 μ., 362 κάτ.) του νομού Κιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πικρολίμνης …   Dictionary of Greek

  • Κάτω Απόστολοι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ., 587 κάτ.) του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, 22 χλμ. ΝΔ της πόλης του Κιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πικρολίμνης …   Dictionary of Greek

  • Μέσοι Απόστολοι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 110 μ., 114 κάτ.) του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νησιού, 25 χλμ. ΝΔ του Κιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πικρολίμνης …   Dictionary of Greek

  • Λαγουβάρδος ή Λαγγουβάρδος, Δημήτρης — (Απόστολοι Αμαρίου 1822 – 1908). Αγωνιστής του 1821, από την Κρήτη. Για τις πατριωτικές και τις πολεμικές αρετές του η Κρητική Πολιτεία του έδωσε ισόβια σύνταξη και τον τίμησε με τον βαθμό του χιλίαρχου. Απέκτησε δύο γιους από τους οποίους ο… …   Dictionary of Greek

  • Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Μιστράς — I Βυζαντινή πολιτεία της Πελοποννήσου, έξι χιλιόμετρα ΒΔ της Σπάρτης, ερειπωμένη σήμερα, η οποία στάθηκε στο προσκήνιο της ιστορίας για δύο αιώνες και τα ερείπιά της αποτελούν πολύτιμη πηγή για τη γνώση της ιστορίας, της τέχνης και του πολιτισμού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”